- υποπεπτωκοτως
- ὑποπεπτωκότως
(ὑ. καὴ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑ. καὴ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποπεπτωκότως — submissively indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπεπτωκότως — Α επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ επέκτ., με χαμέρπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek